Μυρίζει ακόμα γιασεμί στα Καρβουνιάρικα

19 mins read

«Για το Χατζηκυριάκειο και για τον Άγιο Νείλο» έλεγε το αγαπημένο τραγούδι του ρεμπέτη Δημήτρη Γκόγκου γνωστού ως «Μπαγιαντέρα», διαδρομή πολύβουη, γεμάτη αναμνήσεις, μουσικές και αρώματα.

Στο Χατζηκυριάκειο με τα πολλά ταβερνάκια που δίνουν τον δικό τους τόνο στην περιοχή, τα σχολεία, το Χατζηκυριάκειο Ίδρυμα Παιδικής Προστασίας, την Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και τα κολυμβητήρια που ενώνουν τις δύο ομάδες του Πειραιά τον Εθνικό και τον Ολυμπιακό , υπάρχει μια ακόμα ψηφίδα ιστορίας.

Πίσω από το Λιοντάρι του Πειραιά που δεσπόζει στην είσοδο του λιμανιού, κοντά στις αφετηρίες των λεωφορείων μπορεί κανείς αν ρίξει μια ματιά κάτω από την γέφυρα της ακτής Ξαβερίου να βρει ένα παράθυρο που βλέπει σε μια άλλη εποχή. Πρόκειται για ένα τμήμα του «χωριού των καρβουνιάρικων» που είχε στηθεί εκεί κατά την δεκαετία του 1920. Το σκηνικό που αντικρίζει κανείς δεν θυμίζει σε τίποτα την σύγχρονη μεγαλούπολη του Πειραιά, μικρά σπίτια-παραπήγματα που μάλιστα κάποια κατοικούνται ακόμα συνθέτουν ένα διαφορετικό πλάνο, μια ξεχασμένη αλλά υπαρκτή εικόνα από το παρελθόν.

Τι θυμίζει όμως αυτός  ο μικρός οικισμός με τα μισοδιαλυμένα σπίτια; Η περιοχή που εκτεινόταν από την εκκλησία του Αγ. Νικολάου ως  το Χατζηκυριάκειο πήρε την ονομασία «Καρβουνιάρικα» εξαιτίας των φορτοεκφορτώσεων κάρβουνου που γινόταν σε αυτή την πλευρά του λιμανιού που φιλοξενούσε και πολλά μικρά ναυπηγεία. Μετά την Μικρασιατική καταστροφή, η περιοχή γέμισε με ξύλινες παράγκες και παραπήγματα όπου οι κάτοικοι τους ζούσαν κυρίως από την θάλασσα. Τα μαυρισμένα τους χέρια αλλά και τα ρούχα τους από τις φορτοεκφορτώσεις κάρβουνου τους έδωσε γρήγορα την ονομασία «καρβουνιάρηδες» αντίστοιχη με αυτή της περιοχής.  Το ρεμπέτικο άνθισε στα μικρά, κακόφημα μαγειρεία και ζυθοπωλεία της περιοχής όπου σύχναζαν πληρώματα πλοίων αλλά και άλλων εμπλεκόμενων στο λαθρεμπόριο που έβρισκε πρόσφορο έδαφος στο λιμάνι. Μάλιστα το 1938 ο Χατζηκυριακιώτης «Μπαγιαντέρας» έγραψε ένα τραγούδι για κάποια γυναίκα της περιοχής με τίτλο «Ξαβεριώτισσα»:

Μαραίνεται η καρδούλα μου

από πικρό μαράζι

για κάποια ξαβεριώτισσα

που όλο καημούς μου βάζει

 

Βραδιοξημερώνομαι

πάντα στη γειτονιά της

να μ’ ανταμώσει δεν μπορεί

φοβάται τη μαμά της

Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 το σκηνικό άρχισε να αλλάζει, οι περισσότερες παράγκες απομακρύνθηκαν, χτίστηκαν πολυώροφα κτίρια που στεγάζουν ακόμα ναυτιλιακές και εφοπλιστικά γραφεία φτάνοντας σταδιακά στην σημερινή κατάσταση.

Και όμως εκεί κάτω από την γέφυρα, ανάμεσα στα σκουπίδια που μαζεύονται υπάρχουν ακόμα τα «Καρβουνιάρικα», κάποιοι πιτσιρικάδες παίζουν στα στενά τους και χτίζουν τα όνειρα τους. Καμιά φορά μυρίζει ακόμα γιασεμί από τις αυλές των μισοδιαλυμένων σπιτιών, σαν μια μικρή ελπίδα ότι κάτι θα αλλάξει και θα ξεφύγουν από την λήθη…

Facebook Comments

Τελευταία Νέα