ΑρχικήΟικονομίαΟΟΣΑ: Χαμηλότερη ανάπτυξη και πολύ χαμηλότερες επενδύσεις μέχρι το 2020

ΟΟΣΑ: Χαμηλότερη ανάπτυξη και πολύ χαμηλότερες επενδύσεις μέχρι το 2020

Χαμηλότερη ανάπτυξη και πολύ χαμηλότερες επενδύσεις στην Ελλάδα, σε σχέση με τις προβλέψεις της κυβέρνησης, βλέπει ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης και για φέτος και για το 2020.

Η νέα του έκθεση για τις οικονομικές προοπτικές των κρατών-μελών δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα και στο κεφάλαιο για τη χώρα μας κρατά αποστάσεις από τις παροχές. Επισημαίνει, επίσης, ότι η περσινή υπεραπόδοση του προϋπολογισμού συνδέεται με την υποεκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.

Η ανάλυση του ΟΟΣΑ για την Ελλάδα στη σημερινή έκθεσή του έχει ως εξής:

«Η οικονομική ανάκαμψη προβλέπεται να διατηρήσει τον πρόσφατο ρυθμό της, με το ΑΕΠ να αυξάνεται στο 2% ή ελάχιστα υψηλότερα τόσο το 2019 όσο και το 2020. Η εγχώρια ζήτηση θα συμβάλει περισσότερο στην ανάπτυξη σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν, ισοσταθμίζοντας τη μετριαζόμενη αύξηση των εξαγωγών. Οι επενδύσεις αναμένεται να αρχίσουν να ανακάμπτουν, καθώς βελτιώνονται οι χρηματοδοτικές συνθήκες. Τα υψηλότερα εισοδήματα των νοικοκυριών, λόγω της πρόσφατης αύξησης του κατώτατου μισθού και της αύξησης της απασχόλησης, θα στηρίξουν την κατανάλωση των νοικοκυριών.

Το πρωτογενές πλεόνασμα συνεχίζει να ξεπερνά τους μεσοπρόθεσμους στόχους, η πρόσβαση στις διεθνείς αγορές ομολόγων βελτιώνεται και τα μαξιλάρια διαθεσίμων είναι σημαντικά. Η διατήρηση της δημοσιονομικής αξιοπιστίας προϋποθέτει ότι θα συνεχιστεί η επίτευξη των μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών στόχων. Θα χρειαστούν βαθύτερα μέτρα, ώστε να συνεχιστεί η πρόοδος στο πεδίο της μείωσης των μη εξυπηρετουμένων δανείων. Επιπλέον μεταρρυθμίσεις είναι αναγκαίες για να στηριχθούν η παραγωγικότητα και οι επενδύσεις, να βελτιωθεί το επιχειρηματικό περιβάλλον και να αυξηθούν οι δεξιότητες.

Η ανάκαμψη διατηρεί τη δυναμική της

Η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε το 2018 κατά 1,9%, τον υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης από την αρχή της κρίσης. Οδηγοί για την ανάκαμψη ήταν η ισχυρή, ευρείας βάσεως ανάπτυξη των εξαγωγών και η ιδιωτική κατανάλωση. Μερικοί από τους τομείς που κατέγραψαν τις μεγαλύτερες απώλειες, όπως η οικοδομή και η αγορά ακινήτων, ανακάμπτουν επιτέλους, καθώς το ρεκόρ στις τουριστικές αφίξεις οδηγεί σε νέες εξελίξεις στη διαμονή.

Οι επενδύσεις παρέμειναν σταθερές, αλλά στο χαμηλό επίπεδο του 11,6% του ΑΕΠ το 2018. Ο τραπεζικός δανεισμός αυξάνεται σε ορισμένους τομείς και η ζήτηση για δανεισμό για μεγάλα έργα αυξάνεται, ενώ τα επιτόκια δανεισμού των επιχειρηματικών δανείων μειώνονται. Η ρευστότητα των τραπεζών βελτιώνεται, καθώς οι καταθέσεις συνεχίζουν να αυξάνονται και οι τράπεζες έχουν αποπληρώσει πλήρως τη χρηματοδότηση έκτακτης ανάγκης από την κεντρική τράπεζα. Ξένοι επενδυτές έχουν ανακοινώσει ορισμένα μεγαλύτερα projects, αλλά οι επενδυτικές εισροές δεν έχουν αυξηθεί ακόμα. Οι ιδιωτικοποιήσεις, που μπορούν να προσελκύσουν νέα χρηματοδότηση, προχωρούν πιο αργά απ’ ό,τι αναμενόταν.

Προτεραιότητες η μείωση των «κόκκινων» δανείων και η βελτίωση της δημιουργίας θέσεων εργασίας

Οι τράπεζες σημειώνουν πρόοδο στα υψηλά επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων, τα οποία μειώθηκαν στο 44,7% των δανείων τον Δεκέμβριο του 2018. Οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί γίνονται πιο συχνοί, ενώ έχουν αυξηθεί και οι κατασχέσεις. Η κυβέρνηση εισάγει πιο αποδοτικά μέτρα για τα μη εξυπηρετούμενα στεγαστικά δάνεια και τα δάνεια μικρών επιχειρήσεων με ενέχυρο πρώτης κατοικίας με σχετικά γενναιόδωρα εισοδηματικά, περιουσιακά και δανειακά κριτήρια.

Ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε κατά 11% στα 650 ευρώ τον μήνα και ο υποκατώτατος μισθός για τους νέους καταργήθηκε τον Φεβρουάριο. Οι αυξήσεις οδηγούν τον κατώτατο μισθό της Ελλάδας σε συνάρτηση με τον μέσο μισθό κοντά στο μέσο των χωρών του ΟΟΣΑ. Η αύξηση θα μειώσει τη φτώχεια των απασχολούμενων, αλλά υπάρχει κίνδυνος να ενθαρρύνει την αδήλωτη εργασία και να επιβραδύνει τα οφέλη στην απασχόληση, με δεδομένη την αδύναμη παραγωγικότητα.

Το πρωτογενές πλεόνασμα εξακολούθησε να ξεπερνά τους μεσοπρόθεσμους στόχους, φθάνοντας το 4,2% του ΑΕΠ το 2018. Η δύναμη των εσόδων, όπως η ώθηση στα έσοδα από τον ΦΠΑ των τουριστικών δαπανών, και η υποεκτέλεση δαπανών για επενδύσεις συνέβαλαν στην υπεραπόδοση. Ο προϋπολογισμός του 2019 διατηρεί στο 3,5% του ΑΕΠ τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος. Ωστόσο, υπάρχουν κίνδυνοι στη διαχείριση των δαπανών, εξαιτίας ληξιπρόθεσμων οφειλών και πιέσεων για μισθολογικές δαπάνες του Δημοσίου κυρίως λόγω δικαστικών αποφάσεων. Πρόσφατες ανακοινώσεις θα περιορίσουν τα φορολογικά έσοδα, κυρίως μειώνοντας επιλεγμένους συντελεστές ΦΠΑ και αυξάνοντας τις δαπάνες, κυρίως για συντάξεις, από το 2019. Εκτός από τα μέτρα αυτά, η κυβέρνηση ανακοίνωσε την επιθυμία της να συζητήσει με τους Ευρωπαίους εταίρους τη δυνατότητα μείωσης του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα από το 3,5% του ΑΕΠ στο 2,5% το 2020 και να χρησιμοποιήσει τα μεγάλα συσσωρευμένα μαξιλάρια διαθεσίμων, για να καλύψει τη διαφορά.

Τα μελλοντικά δημοσιονομικά μέτρα πρέπει να δώσουν προτεραιότητα στις επενδύσεις στις υποδομές και τις δεξιότητες, στην καταπολέμηση της φτώχειας και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και των ελέγχων των δημοσίων δαπανών. Τα μέτρα αυτά, μαζί με μεγαλύτερη πρόοδο στις μεταρρυθμίσεις για να ενισχυθεί η Δημόσια Διοίκηση, να αναπτυχθεί ο εξωδικαστικός συμβιβασμός και να ιδιωτικοποιηθούν κρατικά περιουσιακά στοιχεία του τομέα της ενέργειας, θα βελτίωναν την ανταγωνιστικότητα και θα μείωναν τα εμπόδια στην ανάπτυξη, στηρίζοντας παράλληλα τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους.

Η αναζωογόνηση των επενδύσεων κομβική για να διατηρηθεί η ανάκαμψη

Η ανάπτυξη προβλέπεται να παραμείνει κοντά στο 2% το 2019-20. Η αύξηση των εξαγωγών προβλέπεται να μετριαστεί με πιο ήπια εξωτερική ζήτηση και ανανεωμένο ανταγωνισμό από άλλες τουριστικές αγορές. Η αναμενόμενη τόνωση των επενδύσεων ακολουθεί την αναμενόμενη πρόοδο στη μείωση των επιπέδων έκθεσης των τραπεζών σε «κόκκινα» δάνεια, στις ιδιωτικοποιήσεις και στην υλοποίηση ξένων επενδυτικών έργων.

Το μεγάλο συνεχιζόμενο παραγωγικό κενό και το κενό απασχόλησης θα περιορίσουν τις αυξήσεις μισθών και τη μετακύλισή τους στις τιμές.

Αποκλίσεις από την τρέχουσα μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική στρατηγική θα ναρκοθετούσαν τα οφέλη στη δημοσιονομική αξιοπιστία. Καθυστερήσεις στις μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, της ανταγωνιστικότητας και της υγείας των τραπεζών θα δημιουργούσαν καθοδικά ρίσκα για την προβλεπόμενη ανάκαμψη των επενδύσεων. Πτώση του τουρισμού που σχετίζεται με άτακτο Brexit θα μπορούσε να οδηγήσει σε πιο απότομη επιβράδυνση στις εξαγωγές. Τα μέτρα που ελήφθησαν πρόσφατα για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων θα μπορούσαν να φέρουν αποτέλεσμα γρηγορότερα απ’ ό,τι αναμένεται, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη και βελτιώνοντας περαιτέρω την επενδυτική προοπτική».