Το θετικό αφήγημα

40 mins read

Έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον εκείνες οι συμπεριφορές που εξομοιώνουν τους μεγαλύτερους πολιτικούς αντιπάλους.
Οι εκλογικές αναμετρήσεις και ο πολιτικός χρόνος από το 2012 και έπειτα (το 2009 δεν «πιάνεται», καθώς δεν ξέραμε τι είναι το (αντι)Μνημόνιο), είναι αφύσικα συμπυκνωμένος και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η διαχείριση της εκάστοτε προεκλογικής περιόδου από τα κόμματα που εναλλάχθηκαν στην εξουσία.
Ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον έχει και η συναισθηματική και λογική πρόσληψη της εκάστοτε συνθηματολογίας από το ελληνικό εκλογικό σώμα, ώστε να μπορέσουμε να καταλήξουμε σε ένα συμπέρασμα επικοινωνίας και κυρίως ουσίας:  τι είναι αυτό που πείθει τους Έλληνες;
Είναι ίσως ένα θετικό αφήγημα (positive narrative), βασισμένο σε πραγματικό προγραμματικό λόγο, το οποίο προτάσσει τις αισιόδοξες προοπτικές και ευκαιρίες του κόμματος που το εκφέρει και τοποθετεί σε δεύτερη μοίρα τον «Άλλον»;  Ή μήπως, όπως θα έλεγε και ο Δάντης, πείθει περισσότερο μια στρατηγική η οποία εκλαμβάνει ως κόλαση την απουσία του «Άλλου», και γι’αυτό αναλώνεται στην αντιπολιτευτική στοχοποίηση, την σύγκριση και ανάδειξη των τρωτών σημείων του αντιπάλου, προτάσσοντας τον κίνδυνο και τον φόβο για τα χειρότερα;
Ας μου επιτραπεί μία σύντομη αναδρομή στις προηγούμενες «μνημονιακές» εκλογικές αναμετρήσεις.  Το 2012 ο Αντώνης Σαμαράς χρειάστηκε επαναληπτικές εκλογές και μία τρικομματική κυβέρνηση συνεργασίας για να πείσει τον ελληνικό λαό να μην αναλάβει ένα καινοφανές ρίσκο και να δώσει την εξουσία σε ένα εν δυνάμει κυβερνητικό πυροτέχνημα που εκτοξεύτηκε από το 3% της οριακής εισόδου στην Βουλή σε πραγματική εναλλακτική κυβερνησιμότητας.
Αδικώντας τον εαυτό του προσωπικά και τα πεπραγμένα της συγκυβέρνησης 2012-2014 συνολικά, ο Αντώνης Σαμαράς επένδυσε στην ίδια λογική της επερχόμενης αστάθειας και στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 – αυτό που από κάποιους ονομάστηκε «εκστρατεία του φόβου» και η οποία, όπως αποδείχθηκε στην συνέχεια, ήταν ένα ελαφρύ χάδι μπροστά στο εφιαλτικό για την χώρα εξάμηνο που ακολούθησε.  Είναι, δε, ενδιαφέρον να σημειωθεί πως το θετικό αφήγημα της κυβέρνησης Σαμαρά ανασύρθηκε και κυριάρχησε στον αντιπολιτευτικό λόγο της Νέας Δημοκρατίας μετά την έλευση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία (ιδιαίτερα μετά το τρίτο Μνημόνιο) ως μέτρο σύγκρισης των επιλογών των δύο κομμάτων – παραμένει εντούτοις στην σφαίρα του υποθετικού εάν θα μπορούσε η ρητορική αυτή να σταθεί και να πείσει αυτόφωτα.
Επομένως, και επανερχόμενος στο αρχικό δίλημμα, ο Αντώνης Σαμαράς μοιάζει αρχικά να έπεισε τον ελληνικό λαό προτάσσοντας την αρνητική προοπτική του «Άλλου», ενώ στην συνέχεια «το καμπανάκι του κινδύνου» ως ρητορική απέτυχε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του εκλογικού σώματος.
Σημαίνει άραγε αυτό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές του 2015 πατώντας πάνω σε ένα θετικό αφήγημα προοπτικής και μιας ελπίδας που ακόμα έρχεται;  Φαίνεται πως όχι.  Αντιθέτως, ο ΣΥΡΙΖΑ εγκαθίδρυσε την στρατηγική του διχασμού, της αντιπαράθεσης και της δαιμονοποίησης του «Άλλου» ως την κεντρική πολιτική του πλατφόρμα.  Θριάμβευσε στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 στηριζόμενος πάνω στην λαίλαπα του «Αντι-Μνημονίου» · κέρδισε το δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015 καθυβρίζοντας την ευρωπαϊκή πολιτική οικογένεια · κεφαλαιοποίησε την επιρροή του ως δύναμη εξουσίας στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 ενεργοποιώντας «αντι-σαμαροβενιζελικά» αντανακλαστικά και φωνάζοντας «αυτό θέλουνε, να είμαστε η αριστερή παρένθεση».
Έπειτα, ο εν πτώσει ΣΥΡΙΖΑ διεκδίκησε την ψήφο των Ελλήνων στις ευρωεκλογές του Ιουνίου με το ψευδεπίγραφο σύνθημα «με την ελίτ ή με τους πολλούς» και διεκδικεί σήμερα την ψήφο σε εθνικό επίπεδο όχι με ένα πρόταγμα παραγωγής κυβερνητικού έργου, αλλά ως ανάχωμα σε μια φαντασιακή παλινόρθωση του νεοφιλελευθερισμού και της Δεξιάς.
Ακόμα κι αν αρνήθηκε να το δεχθεί στην πολύκροτη συνέντευξή του στον ΣΚΑΙ, ο πρωθυπουργός δέχθηκε ένα «μαύρισμα» από τους πολίτες στις ευρωεκλογές, όπου περισσότερο ηττήθηκε στρατηγικά ο ΣΥΡΙΖΑ παρά νίκησε η Νέα Δημοκρατία.  Ήταν εξαρχής κατανοητό πως το διακύβευμα στις ευρωεκλογές δεν αφορούσε την εκπροσώπηση των ελληνικών αιτημάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά την επιβράβευση ή την τιμωρία της τετραετίας ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ – με το δεύτερο σενάριο τελικώς να επικρατεί.
Συνεπώς, μπορεί να υποστηριχθεί ότι βιώσαμε πέντε (!) εκλογικές αναμετρήσεις με «τιμωρητικό» χαρακτήρα και με κριτήριο επιλογής των πολιτών «το μη χείρον βέλτιστον», την φοβική επιλογή του μονόφθαλμου απέναντι στην χαώδη οχλοκρατία των τυφλών, όπως έχει γράψει και ο Ζοσέ Σαραμάγκου στο βιβλίο του «περί τυφλότητας».
Ίσως οι πρώτες μετα-μνημονιακές εκλογές να κομίσουν κάτι καινούργιο, τουλάχιστον στον τομέα της επικοινωνίας.  Στις κατά καιρούς δηλώσεις του ως εν δυνάμει πρωθυπουργός, ο Κυριάκος Μητσοτάκης φαίνεται να μην επιθυμεί να εξαντλήσει τον θυμό και την απογοήτευση των Ελλήνων έναντι της «πρώτης φοράς Αριστερά» ως εκλογική στρατηγική.  Φαίνεται να επιλέγει έναν πιο ήπιο και ενωτικό λόγο, μιλώντας για μια Ελλάδα όπου κανείς δεν μένει πίσω και – σε μια στροφή από την προσέγγισή του στις ευρωεκλογές-  φαίνεται να επιχειρηματολογεί προγραμματικά, χτίζοντας το αφήγημά του γύρω από την σταδιακή μείωση των φόρων, τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης και την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας με σεβασμό στα δικαιώματα των εργαζομένων.  Δεν κυριαρχούν εξεταστικές επιτροπές, ειδικά δικαστήρια, παραπομπές αντιπάλων και ξήλωμα νομοσχεδίων στον προγραμματικό του λόγο.
Αν πρόκειται για επικοινωνιακή στρατηγική ή για ουσιαστική επιλογή απομένει να φανεί.  Πάντως, την Κυριακή, απελευθερωμένοι από τα δεσμά των μνημονιακών κραυγών και διχαστικών διπόλων, οι πολίτες μετά από καιρό φαίνεται να έχουν και την επιλογή της θετικής ψήφου.  Το αποτέλεσμα και η πιθανή έκταση της διαφοράς θα είναι ένα χρήσιμο στατιστικό στοιχείο σχετικό τόσο με την εκλογική μας συμπεριφορά όσο και με την εν γένει πολιτική μας στάση.
*Ο Πέτρος Βίνης είναι δικηγόρος και εργάζεται στις Βρυξέλλες.

Facebook Comments

Τελευταία Νέα