ΑρχικήΜε ΆποψηΠως ο ΣΥΡΙΖΑ στηρίζει την διαφθορά

Πως ο ΣΥΡΙΖΑ στηρίζει την διαφθορά

Ο Σύριζα πάντα διακήρυσσε ότι θα χτυπήσει την διαφθορά του «παλιού πολιτικού συστήματος».  Οι δηλώσεις των ηγετών του ήταν πάντα ηχηρές και άκρως επιθετικές. Ακόμα και σήμερα η ιστοσελίδα του πρωθυπουργού έχει αναρτημένη μια δήλωσή του στην Εφημερίδα των Συντακτών, που έγινε τον Μάρτιο του 2018,  κατά την οποία ανοικτά κατηγορεί τα κόμματα της αντιπολίτευσης ότι «λειτουργούσαν με όρους μαφίας».

Ισχυρίζεται εκεί ότι «η διαφθορά είχε γίνει κανόνας στις σχέσεις μεταξύ του κράτους και μεγάλων εταιρειών» και ότι «μαύρο χρήμα κυκλοφορούσε με βαλίτσες, τσάντες… για να φτάσει σε τσέπες κρατικών και πολιτικών λειτουργών, ακόμα και κομμάτων εξουσίας, που λειτουργούσαν με όρους μαφίας».

Φυσικά, για όλες αυτές τις εικασίες ο Πρωθυπουργός δεν είχε στη διάθεσή του καμία ποινική καταδίκη (εκτός αυτής του σημερινού υποστηρικτή του, Άκη Τσοχατζόπουλου). Τις έκανε βασιζόμενος μόνο στις διατυπωμένες κατηγορίες της υπόθεσης Novartis, που το κόμμα του μόλις είχε φέρει – με θεαματικό τρόπο – στην βουλή.

Ο Πρωθυπουργός τότε παραβίαζε τότε το τεκμήριο της αθωότητας, που θεμελιώνεται στο ελληνικό και ευρωπαϊκό δίκαιο. Αντίστοιχες δηλώσεις έκαναν τότε οι υπουργοί του κ. Τσίπρα Πολάκης, Παπαγγελόπουλος και Καμμένος. Πρόσφατα, η υπόθεση Novartis αποδείχθηκε ένα φιάσκο. Μόνο η δήθεν εμπλοκή ενός υπουργού ερευνάται. Αν λοιπόν τότε παραβίαζε το τεκμήριο της αθωότητας, σήμερα πρέπει να ζητήσει ταπεινά συγνώμη από τους πολιτικούς του αντιπάλους για την άδικη, όσο και συστηματική, σπίλωσή τους.

Δυστυχώς η αλήθεια είναι ότι ο Σύριζα χειροτέρευσε τη θέση της χώρας στη διαφθορά. Όταν ξέσπασε η κρίση ήμαστε στην τελευταία θέση της Ευρωζώνης. Η κυβέρνηση Σαμαρά έκανε όμως σημαντική πρόοδο με την βοήθεια της τρόικας. Στην κατάταξη της Διεθνούς διαφάνειας ανεβήκαμε από την επίδοση 36/100 το 2012, στο 46/100 το 2015, μια εντυπωσιακή άνοδος. Από τότε όμως που ανέλαβε ο Σύριζα όχι μόνο μείναμε στάσιμοι, αλλά κατεβήκαμε. Το 2018 η αξιολόγησή μας ήταν στο 45/100. Άρα κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης Σύριζα/Αν.Ελ οι επιδόσεις μας στη διαφθορά χειροτέρευσαν. Πώς εξηγείται αυτό;

Όταν ανέλαβε την εξουσία η κυβέρνηση Τσίπρα είχε στην διάθεσή της τις συμβουλές και τις αναλύσεις του ΔΝΤ, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της ΕΚΤ για την βελτίωση των θεσμών και την καταπολέμηση της διαφθοράς. Οι διεθνείς αυτοί θεσμοί είχαν τότε μελετήσει αρκετά την Ελλάδα και είχαν ετοιμάσει ένα πακέτο θεσμικών αλλαγών που θα έφερναν στην Ελλάδα τις γνωστές μεθόδους καταπολέμησης της διαφθοράς και της ενίσχυσης της αξιοπιστίας των θεσμών από τις προηγμένες χώρες του κόσμου. Το κλειδί για την αντιμετώπιση της διαφθοράς δεν είναι μόνο η ποινική καταστολή των διεφθαρμένων, αλλά πολύ πριν φτάσουμε εκεί, η ανεξαρτησία της δημόσιας διοίκησης από πολιτικά συμφέροντα, η θωράκιση της δικαιοσύνης, και η αυστηρή τήρηση τυπικών και διαδικασιών που εγγυώνται την διαφάνεια, την έλλειψη σύγκρουσης συμφερόντων και την λογοδοσία από όλους, όσο ψηλά και αν βρίσκονται. Αντί δηλαδή για πελατειακή και αυταρχική λογική, ένα κράτος πρέπει να έχει μια δημοκρατική λογική και ισχυρό κράτος δικαίου.

Δυστυχώς ο κ. Τσίπρας αγνόησε τις συμβουλές αυτές. Ποτέ του δεν αποδέχθηκε αυτά που του πρότειναν οι διεθνείς οργανισμοί. Αντίθετα, εγκαθίδρυσε ένα δικό του παλαιοκομματικό καθεστώς ελέγχου της δημόσιας διοίκησης, προπαγάνδας στα κρατικά μέσα ενημέρωσης καθώς και συστηματικού διωγμού του εχθρικών προς αυτόν ΜΜΕ.

Το επιστέγασμα της αυταρχικής αντίληψης του κ. Τσίπρα για την διοίκηση και την εξουσία ήταν ο διορισμός της κ. Βασιλικής Θάνου ως συμβούλου του αμέσως μετά την συνταξιοδότησή της ως προέδρου του Αρείου Πάγου. Ο πρωθυπουργός έστειλε έτσι μήνυμα ότι μέσα από τις διασυνδέσεις της κ. Θάνου ως πρώην προέδρου της ενώσεως Δικαστών και Εισαγγελέων, αλλά και την συνδρομή του πρώην εισαγγελέα κ. Παππαγγελόπουλου, θα μπορούσε να ελέγξει την δικαιοσύνη. Όλα αυτά καθιστούν εξαιρετικά πειστική την εικασία ότι η υπόθεση Novartis – για την οποία δεν έχει υπάρξει ούτε μια δίωξη ή καταδίκη γιατρού – ήταν μια πολιτική σκευωρία με στόχο να σπιλωθεί συνολικά η φιλοευρωπαϊκή παράταξη, πρώην πρωθυπουργοί, καθώς και ο Έλληνας Επίτροπος και ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος. Το αν υπήρξε σκευωρία πρέπει πλέον να ερευνηθεί δικαστικά.

Έτσι λοιπόν ο κ. Τσίπρας αγκάλιασε την διαφθορά και την ενίσχυσε. Σήμερα κανείς δεν εμπιστεύεται τους θεσμούς περισσότερο από ό,τι το 2014. Συντηρείται η λογική ότι «όλοι ίδιοι είναι», ότι η πολιτική είναι κάτι βρώμικο, και ότι βρισκόμαστε, όπως λένε γλαφυρά κάποια στελέχη του Σύριζα σε «ταξικό πόλεμο». Ούτε τα μέσα ενημέρωσης σήμερα έχουν διαφάνεια – αφού δεν ξέρουμε από ποιόν πληρώνονται οι διάφοροι «δημοσιογράφοι» των ιστοσελίδων που συστηματικά δυσφημούν πολιτικούς – αλλά ούτε και κώδικα δεοντολογίας έχουμε για υπουργούς, ειδικούς συμβούλους και κομματικά στελέχη. Ο  βούρκος συνεχίζεται με τρόπο που ευνοεί τους κυβερνώντες και τους διεφθαρμένους. Η υπόθεση Παππά – Αρτεμίου δεν ερευνάται, ενώ οι ενδείξεις τεράστιου επιχειρηματικού σκανδάλου είναι ισχυρότατες.

Η αδιαφορία του κ. Τσίπρα για την διαφθορά δεν ήταν τυχαία, ή προϊόν άγνοιας.  Ήταν κομμάτι μια κυνικής στρατηγικής που ήθελε να χρησιμοποιήσει την εύλογη αγανάκτηση του κόσμου για την ανισότητα και την διαφθορά της ελληνικής κοινωνίας για πολιτικό όφελος. Η χρησιμοποίηση των θεμάτων αυτών όμως θα δημιουργήσει εύλογα ακόμα περισσότερη απογοήτευση και αγανάκτηση στο εκλογικό σώμα. Μακροπρόθεσμα έβλαψε τους θεσμούς, δεν τους βοήθησε. Η απογοήτευση αυτή θα γεννήσει μεγαλύτερη δυσπιστία, προς όλους μας.

Η κυβέρνηση Τσίπρα είναι πλέον επικίνδυνη για τις ατομικές ελευθερίας και το κράτος δικαίου. Αντί να βελτιώσει τους θεσμούς μας,  τους πλήγωσε περισσότερο.  Όσο γρηγορότερα φύγει από την εξουσία, τόσο καλύτερα για τον τόπο.

*Ο Παύλος Ελευθεριάδης είναι καθηγητής δημοσίου δικαίου στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και υποψήφιος Ευρωβουλευτής με την Νέα Δημοκρατία.