ΑρχικήΜε ΆποψηΠοιος μπορεί να νικήσει τον Τραμπ;

Ποιος μπορεί να νικήσει τον Τραμπ;

Το τελευταίο debate των Δημοκρατικών ήταν πραγματικά συναρπαστικό. Είμαστε σε ένα σημείο της προεκλογικής εκστρατείας όπου σύντομα πρέπει να ξεχωρίσει αυτή ή αυτός που θα πάρει το χρίσμα των Δημοκρατικών.

Λίγα λόγια για τους υποψήφιους:

Ο Bernie Sanders έχει το πιο ξεκάθαρο μήνυμα. Με ευρωπαϊκά δεδομένα είναι ένας προοδευτικός σοσιαλδημοκράτης (και όχι κάποιος εξτρεμιστής όπως πάνε να τον παρουσιάσουν εδώ οι συντηρητικοί). Δεν είναι τυχαίο ότι οι νέοι πηγαίνουν στον Sanders, που είναι 78 χρόνων, και όχι στους υπόλοιπους υποψήφιους. Πολλές φορές μοιάζει πολύ θυμωμένος όταν μιλάει, αλλά αυτό δεν με ενοχλεί, όσο με ενοχλούν κάποιοι φανατικοί οπαδοί του που τον αντιμετωπίζουν όχι σαν πολιτικό, αλλά σαν αρχηγό θρησκείας: ή Sanders ή τίποτα. Μια στάση που βρίσκω ανεύθυνη, για να μη πω εγκληματική.

Μου αρέσει πολύ η Elisabeth Warren. Με έχει επηρεάσει ο Aaron Sorkin που είχε γράψει την τηλεοπτική σειρά West Wing. Εκεί ο Πρόεδρος των ΗΠΑ ήταν ένας νομπελίστας οικονομολόγος και εξαιρετικά προοδευτικός, και η Warren, καθηγήτρια στο Harvard, τολμηρή και προοδευτική, είναι ό,τι το κοντινότερο σε εκείνο το πρότυπο. Είναι κρίμα που αυτή και ο Sanders διεκδικούν τον ίδιο χώρο. Καμία φορά σκέφτομαι πως αν ο Sanders ήθελε να υπηρετήσει πιο πολύ τις αξίες για τις οποίες παλεύει έπρεπε να κάνει στην άκρη και να υποστηρίξει την Warren για να έχει και η Αμερική επιτέλους την πρώτη γυναίκα πρόεδρο, δίνοντας επιτέλους ένα ισχυρό μήνυμα στα δικαιώματα των γυναικών, που ενώ πέρασε το ένα πέμπτο του 21ου αιώνα ακόμα αν είναι δυνατόν, είναι διαπραγματεύσιμα.

Με τον Joe Biden ξέρεις τι έχεις. Οκτώ χρόνια αντιπρόεδρος στον λαμπρό Πρόεδρο Ομπάμα, έχει δείξει που βρίσκεται στην πολιτική και έχει διαπιστωμένη εμπειρία στην πολιτική. Το να καταφέρεις να εκλεγείς Πρόεδρος είναι ένα θέμα. Το να καταφέρεις να συνεργαστείς με την Γερουσία και την Βουλή των Αντιπροσώπων για να περάσεις νόμους, είναι ένα πολύ πιο δύσκολο θέμα. Και ο Biden έχει αποδεδειγμένη ικανότητα. Ένα από τα δυνατά όπλα του Biden είναι η σημαντική υποστήριξη που έχει από την Αφροαμερικανική κοινότητα. Τοο 40% των Αφροαμερικανών που προτίθενται να ψηφίσουν προτιμούν τον Biden, ενώ δεύτερος έρχεται ο Sanders (που προηγείται στις συνολικές δημοσκοπήσεις), με ποσοστό 20%. Πολλές φορές που τον βλέπω να μιλάει κάνοντας γνωστές γκάφες (που γίνονται “viral” στο διαδίκυτο), αναρωτιέμαι αν τα χρόνια πέρασαν και μαζί πέρασε και η ευκαιρία που είχε να γίνει Πρόεδρος των ΗΠΑ.

Ο Mayor Pete είναι εντυπωσιακός στην επίδοσή του. Μορφωμένος, επιτυχημένος, αυτοδημιούργητος, γρήγορος στις απαντήσεις, ήταν ο πιο “γυαλισμένος” υποψήφιος χθες βράδυ. Ίσως παρα-ήταν γυαλισμένος. Μερικές φορές μου βγάζει μια εντύπωση ότι είναι τόσο προγραμματισμένος στις απαντήσεις του, σαν να μην υπάρχει συναίσθημα από κάτω. Αλλά μου έκανε εντύπωση εκτός από την ετοιμότητά του και η ψυχραιμία του. Η αλήθεια είναι πως ο Δημάρχος Πητ δεν έχει φίλους ανάμεσα στους συνυποψηφίους του, που τον θεωρούν παρείσακτο, κάποιον που δεν έχει γράψει μίλια στο κοντέρ της πολιτικής πριν να φτάσει να διεκδικεί το χρίσμα για την Προεδρία των ΗΠΑ.

Η Amy Klobuchar, η Δημοκρατική Γερουσιαστής από τη Μινεσσότα διεκδικεί την κεντρώα πτέρυγα του Δημοκρατικού κόμματος. Είναι αυτή που έχει επανειλλημένα κερδίσει σε “μωβ” περιφέρειες στη πολιτεία της (δηλαδή σε αυτές που είναι και μπλε-Δημοκρατικές και κόκκινες-Ρεπουμπλικανικές). Πολλοί ισχυρίζονται πως χρειάζεται μία τέτοια υποψήφια για να δημιουργήσει μια ευρεία πλειοψηφία Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων που αντιπαθούν τον Τραμπ προκειμένου να επανακαταλάβουν οι Δημοκρατικοί τον Λευκό Οίκο. Βλέποντάς την χθες στο debate θυμήθηκα τα άρθρα που έχω διαβάσει για αυτήν περιστατικά ανεξέλεγκτου θυμού απέναντι στους εργαζόμενους για αυτή. Υπήρξαν στιγμές που νόμιζες ότι θα ξεσπάσει από θυμό απέναντι στον Δήμαρχο Πητ τον οποίο φανερά περιφρονεί, καθώς πιστεύει πως δεν δικαιούται να τις αφαιρεί την αποκλειστικότητα στην αντιπροσώπευση του μεσαίου χώρου, και της Αμερικής των Μεσοδυτικών πολιτειών.

Και τέλος πάμε στον Bloomberg.

O δισεκατομμυριούχος υποψήφιος, πρώην δήμαρχος της Νέας Υόρκης, ο οποίος μέχρι στιγμής έχει ξοδέψει πάνω από 300 εκατομμύρια δολάρια από την προσωπική του περιουσία για τον προεκλογικό αγώνα για το χρίσμα, ποσό που υπερβαίνει το συνολικό ποσό που ξόδεψε η Χίλαρυ Κλίντον για την προεδρική εκστρατεία. Ο “Mike”, ο οποίος έχει ήδη προσλάβει πάνω από δύο χιλιάδες για τον προεκλογικό του μηχανισμό, αριθμός τάξεις μεγαλύτερο από όλους τους αντιπάλους του, είναι παντού σε όλη την Αμερική στις τηλεοράσεις με διαφημιστικά, και ενώ δεν έχει συμμετάσχει στις προκριματικές εκλογές που ήδη έγιναν σε δύο πολιτείες (και δεν θα είναι στις κάλπες ούτε στις δύο επόμενες), είναι ήδη στην δεύτερη θέση για το χρίσμα στις εθνικές δημοσκοπήσεις.

Πέρα από την βάσιμη κριτική που το ασκείται, όπως η επιθετική στάση της αστυνομίας απέναντι στους Αφροαμερικανούς κυρίως αλλά και Ισπανόφωνους, στη Νέα Υόρκη στο διάστημα που ήταν Δήμαρχος (κάτι για το οποίο έχει κάπως ζητήσει συγγνώμη), και τη στάση του απέναντι στις γυναίκες (κάποιες υποθέσεις που δεν αποκαλύπτει πόσες ρυθμίστηκαν εξωδικαστικά και αρνείται να μιλήσει για αυτές), υπάρχει ένα πολύ σημαντικό ερώτημα:

Πρέπει να επιτρέψουμε την σημαντικότερη πολιτική θέση σε μια χώρα (και κάθε χώρα), να την “αγοράζει” ένας βαθύπλουτος δισεκατομμυριούχος, και να εμπιστευόμαστε την αγαθότητα των προθέσεών του: διότι αν η απάντηση είναι ναι, τότε σίγουρα αυτό είναι ένα μια μορφή πολιτεύματος, αλλά σίγουρα δεν ονομάζεται Δημοκρατία.

Ο Mike Bloomberg, τα τελευταία χρόνια (όχι πάντα), έχει ξοδέψει μυθικά ποσά για να υποστηρίξει με επιτυχία προοδευτικές πολιτικές και φιλανθρωπικούς σκοπούς. Τα τελευταία χρόνια έχει υπάρξει αναμφίβολα μια “Δύναμη του Καλού.” Προσωπικά πιστεύω ότι για την δική του υστεροφημία αλλά και για την υγεία της Δημοκρατίας στις ΗΠΑ, πρέπει να μην είναι ο υποψήφιος των Δημοκρατικών. Σε αυτή τη μάχη για το μέλλον των ΗΠΑ αλλά και όλου του κόσμου, ας είναι εκείνος που θα συνεισφέρει στην ήττα τoυ Nτόναλντ Τραμπ, της μεγαλύτερης απειλής για το μέλλον των ΗΠΑ και όλου του κόσμου, από το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και μετά.