ΑρχικήΜε ΆποψηΟδηγίες για άσκηση μετά από λοίμωξη με SARS-COV-2

Οδηγίες για άσκηση μετά από λοίμωξη με SARS-COV-2

Τον τελευταίο χρόνο έχει γίνει σαφές από μελέτες, ότι από τους ασθενείς που νόσησαν από COVID-19 και χρειάστηκαν νοσηλεία, ένα 20% εμφανίζει επιπλοκή στην καρδιά.
Τα αυξημένα επίπεδα του μυοκαρδιακού ενζύμου τροπονίνη, οι ηλεκτροκαρδιογραφικές αλλοιώσεις και το υπερηχογράφημα καρδιάς είναι σε θέση να προσδιορίσουν με μεγάλη ακρίβεια το βαθμό προσβολής της καρδιάς. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, η κλινική εικόνα της οξείας μυοκαρδίτιδας είναι αυτή που κυριαρχεί.
Μια πρώιμη επανεκκίνηση της αθλητικής δραστηριότητας ενέχει τον κίνδυνο ενίσχυσης της μυοκαρδιακής φλεγμονής, οδηγώντας σε νέκρωση περισσότερων μυοκαρδιακών κυττάρων και τελικά στην αντικατάσταση του υγιούς μυοκαρδίου από ουλώδη ιστό. Το τελευταίο αποτελεί το υπόστρωμα διαφόρων κακοήθων αρρυθμιών, όπως οι κοιλιακές αρρυθμίες.  Στα μέσα του 2020 τα μέλη του Αμερικανικού Κολλεγίου Αθλητικής Καρδιολογίας (American College of Cardiology’s Sport & Exercise Cardiology Council) σε συνεργασία με διακεκριμένους καρδιολόγους στις ΗΠΑ διατύπωσαν ένα consensus paper για το πώς μπορεί να γίνει με ασφάλεια η επιστροφή στην αθλητική δραστηριότητα να γίνει με ασφάλεια (JAMA Cardiology 2020).
Η σημαντικότερη σύσταση για τους ασθενείς που νόσησαν χωρίς συμπτώματα και στους οποίους μόνο το εργαστηριακό αποτέλεσμα ήταν θετικό στη διάγνωση του COVID-19, είναι η αποφυγή οποιασδήποτε σωματικής επιβάρυνσης για δύο εβδομάδες μετά τη διάγνωση. Εάν σε αυτό το διάστημα παραμείνουν σταθεροί και ασυμπτωματικοί, μπορούν μετά τις δύο εβδομάδες να ξεκινήσουν σιγά σιγά προπονήσεις.
Στους ασθενείς που χρειάστηκαν νοσηλεία λόγω COVID-19, ή ανέπτυξαν από ήπια έως μέτρια συμπτωματολογία δίνεται η συμβουλή να συνεχίσουν την αποχή από τις αθλητικές δραστηριότητες για επιπλέον δύο εβδομάδες. Μετά θα πρέπει να ακολουθήσει καρδιολογική εξέταση. Ο συνδυασμός αρνητικής τροπονίνης υψηλής ευαισθησίας, καρδιολογικού υπερηχογραφήματος και ηλεκτροκαρδιογραφήματος χωρίς ευρήματα επιτρέπουν μια σταδιακή επιστροφή στις ήπιες προπονήσεις. Ο αθλούμενος, όμως, θα πρέπει να βρίσκεται σε διαρκή εγρήγορση για οποιαδήποτε ενδεχόμενα σημεία υποτροπής.
Στην περίπτωση που οι εργαστηριακές και απεικονιστικές εξετάσεις δεν είναι φυσιολογικές, τότε η επιστροφή στην άσκηση θα πρέπει να γίνει σύμφωνα με τις διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες που ισχύουν για τους ασθενείς με μυοκαρδίτιδα. Απαραίτητη προϋπόθεση για την επανέναρξη των αθλητικών δραστηριοτήτων σε αυτήν την περίπτωση, είναι το φυσιολογικό  κλάσμα εξώθησης, η απουσία εργαστηριακών ή και κλινικών ενδείξεων λοίμωξης καθώς και η απουσία αρρυθμιών. Η αξιολόγηση των ασθενών γίνεται με διαθωρακικό  υπερηχογράφημα, δοκιμασία κόπωσης και καταγραφή 24ωρου καρδιογραφήματος εντός τριών έως έξι μηνών μετά την ανάρρωσή τους. Όλο αυτό το διάστημα συστήνεται μόνο πολύ περιορισμένη σωματική δραστηριότητα.
Τέλος, όσον αφορά στους ασθενείς που νοσηλεύτηκαν με COVID-19 και παρουσίασαν σοβαρά συμπτώματα, σε περίπτωση αρνητικών καρδιολογικών εξετάσεων εντός του νοσοκομείου, θα πρέπει το νωρίτερο δύο εβδομάδες μετά την πλήρη ανάρρωσή τους να υποβληθούν σε καρδιολογικό έλεγχο με δοκιμασία κόπωσης. Αν ο έλεγχος δείξει φυσιολογική καρδιακή λειτουργία,  η επανέναρξη των αθλητικών δραστηριοτήτων είναι δυνατή. Πρέπει όμως να είναι σταδιακή και αν είναι δυνατόν υπό παρακολούθηση. Σε περίπτωση ανάδειξης καρδιολογικών προβλημάτων, θα πρέπει να ακολουθούνται οι διεθνείς οδηγίες για την μυοκαρδίτιδα, όσον αφορά την επιστροφή στον αθλητισμό.
*O Σπύρος Παπαϊωάννου MD,PhD,FESC ΠΛΧΟΣ (ΥΙ) είναι Επεμβατικός Καρδιολόγος και Διευθυντής Β΄ Καρδιολογικής Κλινικής ΝΝΑ