ΑρχικήΜε ΆποψηΟ ψαλμός του Τσιόδρα και οι #Ψέλνουμε Σπίτι

Ο ψαλμός του Τσιόδρα και οι #Ψέλνουμε Σπίτι

Η επίθεση που εξαπολύουν αρκετοί μέσω των social media κατά του Σωτήρη Τσιόδρα, επειδή πήγε να ψάλει μόνος του στην άδεια εκκλησία της Αναστάσεως του Χριστού Σπάτων είναι επιεικώς απαράδεκτη.

Ο επιστήμονας που σηκώνει το μεγάλο βάρος της καθημερινής μάχης κατά του κορωνοϊού, αυτός που έπαιξε καθοριστικό ρόλο με τις εισηγήσεις του στο να απαγορευτεί η προσέλευση των πιστών στη θεία λειτουργία, γίνεται τώρα στόχος γιατί έψαλε σε μια άδεια εκκλησία. Μέχρι και trend στο twitter έφτιαξαν #Ψέλνουμε Σπίτι για να τον στηλιτεύσουν.

Ο κορωνοϊός βγάζει στην επιφάνεια τα καλύτερα και τα χειρότερα από όλους μας, ατομικά και σαν κοινωνία. Αυτοί που χτυπιούνται επειδή έψαλε ο Τσιόδρας μόνος στην εκκλησία είναι σίγουρο ότι θα τον χλεύαζαν και στην περίπτωση που μάθαιναν ότι έψαλε σπίτι του. Το βασικό πρόβλημά τους είναι ο ψαλμός, όχι ο Τσιόδρας. Και για να είμαστε ακριβείς, το πρόβλημά τους δεν είναι καν ο ψαλμός, είναι το δικαίωμα στον ψαλμό. Γιατί ενώ οι ίδιοι υποδύονται τους μεγάλους υπερασπιστές σε κάθε ανθρώπινο δικαίωμα, δεν έχουν καταφέρει να συμβιβαστούν με το δικαίωμά κάποιου να πιστεύει και να διακηρύσσει την πίστη του.

Τους ενοχλεί όμως και ο ίδιος ο Τσιόδρας. Δεν μπορεί εύκολα να γίνει ο ήρωάς τους. Έμεινε πολλά χρόνια στα θρανία, διάβασε υπερβολικά, έχει ένα βιογραφικό που το βλέπουν και τους πιάνει ναυτία, έχει και εφτά παιδιά, ψάλλει και τις Κυριακές στην εκκλησία, είναι νηφάλιος, είναι σίγουρος γι’ αυτά που λέει, φτάνει στα όρια της αντοχής του με τη σκληρή δουλειά, συγκινείται όταν αναφέρεται στους γονείς του και στους δικούς μας… Πόσα πια να αντέξουν;

Αν ο Τσιόδρας έκανε σήμερα ένα διάλειμμα με τζόκινγκ στην παραλία, αν έπαιζε επιτραπέζια με τα επτά παιδιά του μέσω κάποιας εφαρμογής στα κινητά, αν έκανε και καμιά ανάρτηση ότι βλέπει το Casa de Papel και ταυτίζεται με τους ληστές, ίσως τα πράγματα ήταν κάπως καλύτερα. Πήγε όμως να ψάλει μόνος του και θα το πληρώσει.

Όχι γιατί οι υπόλοιποι #ΨέλνουμεΣπίτι, αλλά γιατί, απλά, δε σεβόμαστε τίποτα. Ούτε με κορωνοϊό, ούτε χωρίς αυτόν.