ΑρχικήΜε ΆποψηΚατάργηση του σταθμού μετρό της Βενιζέλου και αυτόνομη ανάδειξη των αρχαίων

Κατάργηση του σταθμού μετρό της Βενιζέλου και αυτόνομη ανάδειξη των αρχαίων

Η αρχαιολογία είναι το αντίστροφο της αρχιτεκτονικής. Στο οικόπεδο που η μια, σκάβοντας, αναδεικνύει την αρχιτεκτονική του παρελθόντος, η άλλη, χτίζοντας, δημιουργεί την ευτυχή προσδοκία του μέλλοντος.

Η φυσική αντίρροπη τάση δημιουργεί κατ’ επέκταση ένα λογικό ανταγωνισμό των δύο ύψιστων και γοητευτικών αυτών τεχνοεπιστημών. Κάθε ανταγωνιστικό σχήμα, ως γνωστό, αμβλύνεται στις προηγμένες κοινωνίες και οξύνεται σε θεσμικά καχεκτικές.
Στην Ελλάδα, της χαλαρής θεσμικότητας, η σχέση αρχαιολογίας και τεχνικών έργων γενικότερα επέχει θέση ήπιου εμφυλίου πολέμου. Η αλόγιστη επέλαση και η ενοχή της πάσης φύσεως πρόχειρης ανοικοδόμησης στη χώρα προκάλεσε την αμυντική αναδίπλωση των αρχαιολογικών υπηρεσιών, μετατρέποντας έτσι τη σχέση αρχαίων και έργων μια διαχρονική διελκυστίνδα.

Το μετρό της Θεσσαλονίκης, έργο καίριας σημασίας για την πόλη, βαρύνεται με μια κληρονομιά άγονων αντιπαραθέσεων επί δεκαετίες και σήμερα που εκτελείται έχει συσσωρεύσει όλες τις δυνατές συγκυριακές και μη καθυστερήσεις. Εξουθενωμένος κατασκευαστής αρχικά, υποχρηματοδότηση μετά, γραφειοκρατία, οικονομική κρίση, δυσκολία εκτέλεσης στο ιστορικό κέντρο. Από το 2012 προστέθηκε και η εμπλοκή με τα αρχαία της Βενιζέλου. Η αρχική απόφαση του τότε Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ) να απομακρυνθούν τα αρχαιολογικά ευρήματα από το σταθμό της Βενιζέλου και να μεταφερθούν στο στρατόπεδο Παύλου Μελά ήταν μία ανυποψίαστη, πρόχειρη και άσχετη σύλληψη, που αποκάλυψε ερασιτεχνισμό και έλλειψη γνώσης των τοπικών συνθηκών. Δικαίως λοιδορήθηκε από το δημόσιο αίσθημα της πόλης.

Η Αττικό Μετρό επίσης επέδειξε αδύναμα αντανακλαστικά. Η εύλογη λύση της προσωρινής απόσπασης και επανατοποθέτησης ή της διατήρησης και της κατά δυνατόν ανάδειξης των ευρημάτων εντός του σταθμού, θα έπρεπε να είναι εκ των ων ουκ άνευ οι προτεινόμενες λύσεις. Η Αττικό Μετρό, που σχεδιάζει και εποπτεύει το έργο, είναι υπηρεσία στραμμένη μονομερώς στο αμιγώς τεχνικό αντικείμενο. Στα ζητήματα των περιβαλλοντικών και κοινωνικών επιπτώσεων εμφανίζει σχετική δυσκαμψία, ενώ η διαχείριση της επικοινωνίας ενός τόσο μεγάλου και σημαντικού έργου είναι μάλλον ανεπαρκής. Ενδεικτική ήταν η αδυναμία να διαταχθούν τα επιφανειακά εργοτάξια στην οδό Εγνατία, με λειτουργική ευελιξία και αισθητική ποιότητα, έτσι ώστε να μετριαστεί η καθολική υποβάθμιση της εμπορικότητας των παρόδιων καταστημάτων.

Από εκεί και πέρα ο δήμαρχος Μπουτάρης πήρε πάνω του το παιχνίδι, τραβώντας στο ένα άκρο, με αξίωση για πλήρη παραμονή και αξιοποίηση των ευρημάτων εντός του σταθμού. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ταυτίστηκε με αυτή τη λύση, παρουσιάζοντας έτσι και την έντονη διαφοροποίησή της από την προηγούμενη κυβέρνηση. Έκλεισε το μάτι στην πιο ρομαντική, αρχαιολογίζουσα θέαση, χωρίς να εξαντλήσει άλλες δυνατότητες μελετητικού και κατασκευαστικού χειρισμού.

Στην περίπτωση του Μέτρο της Θεσσαλονίκης ταιριάζει γάντι το γνωμικό : «Ενός κακού, μύρια έπονται». Οι δυο λύσεις, η παραμονή των αρχαίων ή η απόσπαση και επανατοποθέτηση είναι δυο εξίσου λογικές λύσεις, και είναι η συνήθης πρακτική στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Αυτό που βαραίνει υπέρ της μιας ή της άλλης λύσης προϋποθέτει μια πολυκριτηριακή, συγκριτική ανάλυση μετά από την ενδελεχή μελέτη των δυο σεναρίων. Τα προβλήματα αυτά δεν επιλύονται ούτε με την διαίσθηση, ούτε την αυθαίρετη μονομέρεια, και κυρίως όχι με βάση τον συναισθηματισμό . Τα κριτήρια είναι η σπουδαιότητα των αρχαίων, η πιθανή δυσκολία απόσπασης με κεντρικό κριτήριο την εφικτότητα και την ασφάλεια, το κόστος, και ο χρόνος. Πρόκειται λοιπόν για μια καθαρά επιστημονική δουλειά η οποία όμως δεν έγινε σωστά στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης. Ούτε η μια πρόταση ούτε η άλλη έχουν μελετηθεί στο απαραίτητο βάθος, και έτσι καμία σοβαρή σύγκριση των λύσεων μπορούσε να γίνει μέχρι σήμερα . Αντί της αντικειμενικής αξιολόγησης των υπέρ και κατά, και την επιβεβλημένη δημοσιοποίησή τους επιλέχτηκε η εύκολη λύση της πολιτικοποίησης του θέματος, όπου η φαντασιακή διαμάχη εμφανίζεται ως εξής : η αριστερή, «ευαίσθητη» συνείδηση πλειοδοτεί υπέρ της παραμονής των αρχαίων, ενώ η δεξιός και «ψυχρός» τεχνοκρατισμός τάσσεται υπέρ της έγκαιρης λειτουργίας του μετρό. Ούτε το πρώτο είναι ακριβώς αλήθεια, ούτε το δεύτερο. Η πόλη διχάζεται χωρίς λόγο, και αναβιώνουν εφιάλτες του παρελθόντος σαν μια κακοδαιμονία να ακολουθεί την πόλη . Βέβαια το γεγονός ότι το θέμα έφτασε να λύνεται ως γόρδιος δεσμός από τον πρωθυπουργό ήταν επίσης μια λάθος τακτική κίνηση, στον βαθμό που χρεώνει στο ίδιο μια αλλαγή πλεύσης της διοίκησης από το 2017, και δίνει αφορμές να μιλάνε κάποιοι για ρεβανσισμό.

Συμπερασματικά δεν υπάρχει αριστερή και δεξιά λύση υπάρχει μόνο η λογική επιστημονική σύγκριση των δυο λύσεων που δεν έγινε ούτε επί κυβέρνησης Σαμαρά το 2014 κατά την πρώτη απόφαση του ΚΑΣ, ούτε κατά τη δεύτερη αντίστροφη απόφαση του 2017 επί ΣΥΡΙΖΑ, ούτε βέβαια και σήμερα. Και αν φυσικά γινόταν κάποτε αυτή η πολυκριτηριακή ανάλυση, δε θα ήταν καθόλου άσχημη ιδέα να συμπεριληφθεί και μια τρίτη πρόταση που είναι η κατάργηση στου σταθμού Βενιζέλου και η πλήρης ανάδειξη των αρχαίων. Και αυτό διότι η απόσταση των 1200 μέτρων μεταξύ του σταθμού της πλ. Δημοκρατίας και της Αγίας Σοφίας, είναι καθόλα λογική χωρίς να δημιουργεί προβλήματα στη λειτουργία του Μετρό. Εξάλλου κριτική για την πυκνή διάταξη των σταθμών πάνω στην Εγνατία είχε ασκηθεί εξ’ αρχής. Συντριβάνι, Αγ. Σοφιας και πλ. Δημοκρατίας αρκούν για την εξυπηρέτηση του κέντρου. Από την άλλη τα αρχαία θα αναδειχθούν απερίσπαστα και θα αποτελέσουν έναν σημαντικό και αυτόνομο αρχαιολογικό πόλο μέσα στο ιστορικό κέντρο, με πολύ μεγαλύτερη επισκεψιμότητα απ’ ότι ως τμήμα του σταθμού μετρό. Η λύση αυτή δεν συγκέντρωνε τη μεγαλύτερη