Αριστερά – Ο Ντόριαν Γκρέυ της χώρας

25 mins read

Τα γεγονότα από τις εκλογές του 1961 και έπειτα, και κυρίως η δικτατορία, ριζοσπαστικοποίησαν μια ήδη μυημένη στην αριστερά γενιά. Κάτι τέτοιο είχε συμβεί και μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου με ένα τμήμα της προηγούμενης γενιάς. Η μεγάλη διαφορά ήταν πως τότε επικράτησε η συντηρητική παράταξη, ενώ μετά τη δικτατορία επικράτησε η αριστερή ιδεολογία στη χώρα.
Ήταν τέτοια η κυριαρχία της που με το πέρασμα του χρόνου «έσυρε» ακόμα και τη λεγόμενη δεξιά προς το μέρος της. Δεν είχαμε δηλαδή κανονική κατανομή στην κωδωνοειδή καμπύλη της ιδεολογίας των ψηφοφόρων αλλά μετατόπιση αυτής. Όσο περισσότερο μετατοπιζόταν η κωδωνοειδής καμπύλη τόσο το άκρο της αριστεράς γινόταν κανονικότητα στο μυαλό των πολιτών. Και εφόσον το άκρο γινόταν κανονικότητα, ερχόταν ένα άλλο, ακόμα πιο σκληρό άκρο να καλύψει το κενό στην άκρα αριστερά.
Έτσι, επί σαράντα και πλέον χρόνια η αριστερά κυριάρχησε παντού. Στα αμφιθέατρα, στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, στο δημόσιο τομέα, στην πολιτική, στην κοινωνία, στο μυαλό των πολιτών. Οι κομμουνιστές έγιναν – αν είναι δυνατόν – «υπερασπιστές της δημοκρατίας», οι περιθωριακοί της κοινωνίας γίναν «αντιεξουσιαστές» που κάνουν «παρεμβάσεις». Το πολιτικό σύστημα της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας αντιμετώπιζε τα πάντα φοβικά, με ένα σύνδρομο ενοχής που κουβαλάει σε ένα βαθμό μέχρι και σήμερα. Αντιμετώπιζε οπαδούς απολυταρχικών καθεστώτων σαν να ήταν δημοκράτες, οπαδούς της ταξικής πάλης σαν να ήταν αστοί, υποψήφιους τρόφιμους ψυχιατρείου των οποίων το μυαλό έχει κολλήσει 100 χρόνια πριν σαν να είναι οι πιο λογικοί άνθρωποι στον κόσμο.
Και η κοινωνία έκανε ακριβώς το ίδιο. Σαν να της έχουν κάνει μάγια χόρευε στους ρυθμούς της αριστερής ιδεολογίας. Λάμβανε ως φυσιολογικές καταστάσεις τις οποίες εάν διηγηθείς σε κάποιον πολίτη του υπόλοιπου δυτικού κόσμου θα σε κοιτάει σαν εξωγήινο. Έγινε κανονικότητα να καίγεται το κέντρο των μεγάλων πόλεων, να χάνονται περιουσίες όποτε καπνίσει σε κάποιους «γνωστούς – αγνώστους», «ακτιβιστές» ή ό,τι άλλον πλην της λέξης τρομοκράτες. Έγινε κανονικότητα το να καταστρέφονται αγάλματα, να υπάρχει πλατεία-άβατο και κατειλημμένα κτήρια στο κέντρο της πρωτεύουσας. Έγινε κανονικότητα το κάψιμο της ελληνικής σημαίας, αφού πλέον ήταν ένα πανί. Ήσουν ο περίεργος, ο ακραίος, ο φασίστας, ο εθνικιστής εάν έβγαζες σημαία στο μπαλκόνι στις εθνικές επετείους.
Επί σαράντα και πλέον χρόνια δεν τολμούσε κανείς να πει κάτι εναντίον της ιερής αγελάδας της Ελλάδος. Έβγαιναν οι πάντες να την υπερασπιστούν. Σαν ένας άλλος Ντόριαν Γκρέυ ό,τι και να έκανε η αριστερά έμενε πάντα νέα και όμορφη. Ο χρόνος, οι καταχρήσεις είχαν αντίκτυπο μόνο στο πορτρέτο της, όχι στην ίδια. Δεν την άγγιζε τίποτα. Μέχρι προσφάτως. Μέχρι που ήρθε η στιγμή να κυβερνήσουν οι ακραίοι. Ήταν πλέον η ώρα να τραβηχτεί η κουρτίνα που κάλυπτε το πορτρέτο. Και η ασχήμια φάνηκε. Όχι όμως στους πολλούς καθώς εκείνοι κοιτούσαν το πρόσωπό της αριστεράς το οποίο ήταν ακόμα νέο και όμορφο. Οι λίγοι που είδαν το πορτρέτο φώναζαν «έτσι είναι στην πραγματικότητα». Οι πολλοί κοιτούσαν σαστισμένοι μια το πρόσωπο και μια το πορτρέτο. «Πως είναι δυνατόν κάτι τόσο όμορφο να έχει ζωγραφιστεί τόσο άσχημο; Μήπως είναι προβοκάτσια;» σκεφτόταν. Καθώς μπήκαν σε σκέψεις σιγά σιγά άρχισαν να έχουν αμφιβολίες για τις πράξεις της αριστεράς. Πράξη με την πράξη οι αμφιβολίες άρχισαν να βάζουν φωτιά στο πορτρέτο και η ασχήμια πέρασε στο πρόσωπο. Οι πολλοί πλέον καταλαβαίνουν πως δεν έχουν να κάνουν με δημοκράτες άλλα με ακραίους. Με ανθρώπους που ζούνε σε άλλη εποχή, σε άλλο κόσμο, παράλληλο με το δικό μας. Οι πολλοί πλέον καταλαβαίνουν πως αστική ευγένεια μπορεί να υπάρξει μόνο μεταξύ αστών. Τα σύνδρομα ενοχής τελειώσανε. Μισό αιώνα μετά ήρθε η ώρα να μετατοπιστεί η κωδωνοειδής καμπύλη προς την άλλη μεριά. Επιτέλους. Το πορτρέτο κάηκε, η ασχήμια φάνηκε.

Facebook Comments