Mayo Clinic: Γιατί τα τεστ μπορεί να μην «πιάνουν» έναν φορέα κορωνοϊού

21 mins read

Όπως και με τα περισσότερα τεστ, έτσι και με τα μοριακά τεστ PCR, τα οποία ανιχνεύουν στο σώμα ενός ανθρώπου το γενετικό υλικό του ιού SARS-CoV-2, ο οποίος προκαλεί τη νόσο Covid-19, ελοχεύει ο κίνδυνος ανακρίβειας καθώς μπορεί να δώσουν ψευδώς αρνητικά ή ψευδώς θετικά αποτελέσματα.

Η βασική συνέπεια είναι ότι ορισμένοι άνθρωποι που έχουν βγει αρνητικοί στα τεστ, στην πραγματικότητα είναι φορείς και συνεχίζουν να τον διασπείρουν. Ένα επαναληπτικό τεστ θα βελτίωνε τα πράγματα, αλλά προφανώς αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να γίνεται συχνά και μαζικά.

Ακόμη και με μία ευαισθησία της τάξης του 90%, όπως λένε οι ερευνητές, ο κίνδυνος από τα παραπλανητικά αποτελέσματα θα είναι σημαντικός, όσο μάλιστα θα μεγαλώνει ο αριθμός αυτών που κάνουν τεστ, κάτι που αφορά τόσο το ιατρικο-νοσηλευτικό προσωπικό όσο και το γενικό πληθυσμό. Γι’ αυτό, τα αρνητικά αποτελέσματα θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με μία επιφύλαξη, ιδίως σε ομάδες υψηλού κινδύνου και σε περιοχές με αρκετά κρούσματα Covid-19.

Οι αιτίες της ανακρίβειας

Γιατί τα τεστ μπορεί να μην «πιάνουν» έναν φορέα του ιού, δηλαδή να βγαίνουν ψευδώς αρνητικά; Υπάρχουν διάφοροι λόγοι. Πρώτον, μπορεί να μη γίνει σωστά η συλλογή του δείγματος από τη μύτη ή τον φάρυγγα ενός ανθρώπου και έτσι να μην υπάρχει στο δείγμα αρκετό γενετικό υλικό του κορωνοϊού, ώστε το τεστ να είναι ακριβές.

Μερικοί άνθρωποι νιώθουν άβολα κατά τη λήψη του δείγματος, καθώς το όργανο λήψης, σαν μία μακριά μπατονέτα, πρέπει να μπαίνει βαθιά και να στριφογυρίζει μερικές φορές, με αποτέλεσμα το τεστ να μη γίνεται πάντα με τον σωστό τρόπο, ιδίως αν ο λήπτης του δείγματος δεν είναι έμπειρος.

Δεύτερον, το τεστ μπορεί να γίνει πολύ νωρίς, σε πρόωρο στάδιο της λοίμωξης, οπότε δεν υπάρχει αρκετό ιικό φορτίο σε έναν άνθρωπο, ή αντίστροφα το τεστ μπορεί να γίνει αργά, όταν πια ο ιός έχει κατέβει από το ανώτερο στο κατώτερο αναπνευστικό σύστημα, οπότε ίσως δεν είναι δυνατό να ανιχνευθεί στη μύτη ή στον φάρυγγα, καθώς ο ιός δεν βρίσκεται κατ’ ανάγκη παντού στο σώμα.

Τρίτον, μπορεί να διαρκέσει υπερβολικά πολύ η μεταφορά του δείγματος μέχρι το εργαστήριο ή να μη γίνει σωστά η επεξεργασία του δείγματος στο εργαστήριο ή το τελευταίο να κάνει λάθος στην ταξινόμηση ενός δείγματος (το Ελληνικό Ινστιτούτο Παστέρ παραδέχθηκε ένα τέτοιο αντίστροφο σφάλμα εμφάνισης ενός αρνητικού δείγματος ως θετικό).

Σύμφωνα με το Ελληνικό Ινστιτούτο Παστέρ, «η μοριακή μέθοδος είναι η πιο αξιόπιστη που διαθέτουμε σήμερα για τη διάγνωση του νέου κορωνοϊού. Όμως, η μοριακή εξέταση, όπως και κάθε εξέταση, έχει αδυναμίες. Για παράδειγμα, η μοριακή μέθοδος μπορεί να είναι αρνητική σε άτομα χωρίς εμφανή συμπτώματα που έχουν, ωστόσο, μολυνθεί από τον ιό και ενδεχομένως να αναπτύξουν τη νόσο ύστερα από κάποιες μέρες.

Επιπλέον, οι μοριακές εξετάσεις μας δείχνουν αν κάποιος έχει τον ιό τώρα, αλλά δεν μπορούν να μας δείξουν αν κάποιος νόσησε στο παρελθόν. Αν, για παράδειγμα, κάποιος είχε βήχα και πυρετό από τον κορωνοϊό πριν από δύο εβδομάδες, μπορεί η μοριακή εξέτασή του να είναι αρνητική».

Ακόμη μεγαλύτερα αβεβαιότητα, από ό,τι για τα μοριακά, υπάρχει για τα υπό ανάπτυξη ορολογικά τεστ αντισωμάτων. Οι επιστήμονες δεν είναι ακόμη σίγουροι πόσο καλά θα δουλέψουν.

Facebook Comments